- εννεάκρουνος
- Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των κειμένων αυτών δεν αναφέρονταν στην ίδια κρήνη. Στις ανασκαφές που διενήργησε ο Γερμανός αρχαιολόγος Ντέρπφελντ μεταξύ 1891 και 1894, ανακάλυψε στην ανατολική πλευρά της Πνύκας ένα άρτιο υδραυλικό σύστημα, με κέντρο μία κρήνη, την οποία ταύτισε με την Ε. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή δεν έγινε αποδεκτή και οι περισσότεροι ερευνητές επιμένουν στην άποψη ότι Ε. λεγόταν, εκτός από την κρήνη της Πνύκας, και μια άλλη στην αρχαία Αγορά, καθώς και μια τρίτη στις όχθες του Iλισού. Η τελευταία ταυτίζεται από πολλούς με την Καλλιρρόη, που φαίνεται ότι βρισκόταν στην ίδια θέση με την Ε. του Ιλισού.
* * *-η, -ο (Α ἐννεάκρουνος, -ον)1. αυτός που έχει εννέα κρουνούς, που χύνεται από εννέα κρουνούς ή πηγέςαρχ.1. μτφ. (για ρήτορα) χειμαρρώδης, ευφραδής2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ἐννεάκρουνοςπηγή στην αρχαία Αθήνα με εννέα κρουνούς, η Καλλιρρόη, κατά την προηγούμενη ονομασία της.
Dictionary of Greek. 2013.